- ἀναλωτής
- ἀνᾱλωτής , ἀναλωτήςspendermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναλωτής — ο (Α ἀναλωτής) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει νεοελλ. αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. ΠΑΡ. αναλωτικός] … Dictionary of Greek
ἀναλωτάς — ἀνᾱλωτά̱ς , ἀναλωτής spender masc acc pl ἀνᾱλωτά̱ς , ἀναλωτής spender masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek
αναλωτικός — ή, ό (Α ἀναλωτικός, ή, όν) [ἀναλωτής] αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος νεοελλ. αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός … Dictionary of Greek
φιλαναλωτής — ὁ, Α σπάταλος, άσωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀναλωτής «αυτός που δαπανά, που ξοδεύει» (< ἀναλίσκω)] … Dictionary of Greek
ἀναλωτέα — ἀναλωτέος to be spent neut nom/voc/acc pl ἀναλωτέᾱ , ἀναλωτέος to be spent fem nom/voc/acc dual ἀναλωτέᾱ , ἀναλωτέος to be spent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀνᾱλωτέα , ἀναλωτής spender masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)